- παιζογελώ
- παιζογελάω 1. αμετ. быть весёлым, радоваться;2. μετ. подшучивать, иронизировать, издеваться (над кем-чем-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παιζογελώ — άω 1. παίζω και γελώ, είμαι εύθυμος 2. εμπαίζω, κοροϊδεύω … Dictionary of Greek
παιζογελώ — παιζογέλασα, παίζω και γελώ μαζί, είμαι χαρούμενος: Παιζογελώντας ανέβαινε, κλαίγοντας κατεβαίνει (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek
παιζογλεντώ — άω παιζογελώ … Dictionary of Greek